φονέας

φονέας
φονέᾱς , φονεύς
slayer
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδελφοκτόνος — και αδερφοκτόνος, ο (Α ἀδελφοκτόνος, ον) ως ουσ. ο φονέας τού αδελφού ή τής αδελφής του νεοελλ. 1. ο φονέας αδελφού ή αδελφής ή και ομοεθνούς 2. ο εμφύλιος («αδελφοκτόνος πόλεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + κτόνος «φονεὺς» < κτείνω «φονεύω».… …   Dictionary of Greek

  • Digenis Akritas Morphou — (Διγενής Ακρίτας Μόρφου) Full name Digenis Akritas Morphou Nickname(s) Ο Φονέας των Γιγάντων (Killer of Giants) Founded April 23, 1931 …   Wikipedia

  • Fostiras F.C. — Football club infobox clubname = Fostiras fullname = Fostiras Football Club nickname = Slayer of Giants (Φονέας των Γιγάντων) founded = 1926 ground = Tavros Stadium Tavros (Athens) capacity = unknown chairman = flagicon|Greece unknown manager =… …   Wikipedia

  • Fostiras FC — Infobox club sportif Fostiras FC Généralités Nom complet …   Wikipédia en Français

  • Дигенис Акритас (футбольный клуб) — Дигенис Акритас …   Википедия

  • κενταυροφόνος — κενταυροφόνος, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλή) ο φονέας τών κενταύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο φόνος, τεκνο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • κτάντης — κτάντης, ὁ (Α) φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κταν (πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. τού κτείνω «φονεύω») + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

  • παπποφόνος — ον, Α ο φονέας τού παππού, παπποκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»)] …   Dictionary of Greek

  • πατραλοίας — και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”